- παρακινητικός
- -ή, -ό / παρακινητικός, -ή, -όν, ΝΑ [παρακινώ]αυτός που διεγείρει, ερεθίζει ή προτρέπει σε κάτι, διεγερτικός, ερεθιστικόςαρχ.παράφρονας, τρελός, παράφορος.επίρρ...παρακινητικώς και -ά / παρακινητικῶς, ΝΑνεοελλ.με παρακινητικό, προτρεπτικό τρόποαρχ.(συν. στη φρ.) «παρακινητικῶς ἔχω» — παρουσιάζω συμπτώματα μανίας, παραφροσύνης.
Dictionary of Greek. 2013.