παρακινητικός

παρακινητικός
-ή, -ό / παρακινητικός, -ή, -όν, ΝΑ [παρακινώ]
αυτός που διεγείρει, ερεθίζει ή προτρέπει σε κάτι, διεγερτικός, ερεθιστικός
αρχ.
παράφρονας, τρελός, παράφορος.
επίρρ...
παρακινητικώς και -ά / παρακινητικῶς, ΝΑ
νεοελλ.
με παρακινητικό, προτρεπτικό τρόπο
αρχ.
(συν. στη φρ.) «παρακινητικῶς ἔχω» — παρουσιάζω συμπτώματα μανίας, παραφροσύνης.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • παρακινητικόν — παρακῑνητικόν , παρακινητικός stimulating masc acc sg παρακῑνητικόν , παρακινητικός stimulating neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραινετήριος — ον, Μ [παραινετήο] συμβουλευτικός, παρακινητικός …   Dictionary of Greek

  • παραινετικός — ή, ό / παραινετικός, ή, όν, ΝΜΑ [παραινέτης] 1. αυτός που εμπεριέχει παραίνεση, συμβουλή, συμβουλευτικός 2. αυτός που εμπεριέχει προτροπή, ενθάρρυνση, παρακινητικός, προτρεπτικός. επίρρ... παραινετικώς και ά / παραινετικῶς, ΝΑ με παραινετικό… …   Dictionary of Greek

  • παρορμητικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται ή ανήκει σε παρόρμηση, αλλιώς παρακινητικός, προτρεπτικός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παρακινητικοί — παρακῑνητικοί , παρακινητικός stimulating masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρακινητικῶς — παρακῑνητικῶς , παρακινητικός stimulating adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”